térreo - ορισμός. Τι είναι το térreo
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι térreo - ορισμός


Térreo      
adj.
Relativo à terra; próprio da terra.
Que se não eleva acima do nível da terra: "pavimento térreo".
Terrestre; terroso.
(Lat. "terreus")
térreo      
adj (lat terreu)
1 Pertencente ou relativo à terra.
2 Próprio da terra.
3 Que fica ao rés-do-chão.
4 Que tem por pavimento o próprio solo, sem sobrado.
5 Diz-se do piso situado diretamente no solo.
6 Terrestre, terroso. sm
7 O próprio pavimento que se situa ao rés-do-chão.
térreo      
adj. (-1365 cf. FichIVPM)
1 relativo à ou próprio da terra; que tem o caráter ou a natureza da terra
2 que fica ao rés-do-chão
3 da cor da terra; terroso
as feições eram de uma cor t., biliosa
4 mundano, terreno
desejos t. n adj.s.m.
-arq
5 diz-se de ou andar ou pavimento que fica ao rés-do-chão
só visitou um pavimento t. dizia que só não morava no t. por medo dos ladrões
-etim lat. terrèus,a,um 'que é da terra ou de terra, que vive na terra'; ver terr- -sin/var terreiro; como adj.: ver tb. sinonímia de terrestre